-
1 τανταλίζω
-
2 τανταλίζω
τανταλίζω, sprichwörtlich: τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται, er wiegt an Vermögen so schwer wie Tantalus
См. также в других словарях:
τανταλίζω — Α 1. ταλαντεύω, σείω, κινώ («μελαμφύλλῳ δάφνᾳ χλωρᾷ τ ἐλαίᾳ τανταλίζει», Ανακρ.) 2. παροιμ. φρ. «τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται» λεγόταν για εκείνους που είχαν πολλά πλούτη όπως ο μυθικός βασιλιάς Τάνταλος (Ζηνόβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος. Τόσο … Dictionary of Greek